Ήταν το κουτάβι με τα πιο θλιμμένα ματια που έχουμε δει όταν είχε πρωτοέρθει.
Ήταν λες και μέσα στα μάτια του τα αθώα ζωγραφιζοταν όλος ο πόνος που πέρασε, όλος ο φόβος που βίωσε, και όλη η ανασφάλεια για την ζωή του, αυτή την ζωή που έχει, την μία και μοναδική, την πολύτιμη.
Είχε βρεθεί χτυπημένος από αμάξι, με το ένα του πόδι να έχει ήδη αρχίσει να σαπίζει. Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι θα χρειαστεί ακρωτηριασμό, αλλά με πάρα πολυ προσπάθεια το πόδι του σώθηκε, το δέρμα άρχισε να τρέφει και πλέον δεν φαίνεται καν ότι είχε κάποτε εκεί κάποιο τραύμα.
Ο Τάι ξεκίνησε πολύ φοβισμένος και δειλός. Το οτιδήποτε τον τρόμαζε και δεν εμπιστευόταν τίποτα και κανέναν. Αφού ανάρρωσε, ήρθε στο καταφύγιο, και σιγά σιγά άρχισε να ανοίγεται.
Δεν είναι εύκολο να υιοθετηθεί. Είναι και μαύρος, και ημίαιμος, και δεν είναι και το πιο κοινωνικό σκυλί του κόσμου. Πιθανότατα με ανθρώπους δεν είχε επαφή ποτέ, μέχρι που τον βρήκαμε εμείς.
Όπως κοιτούσε με τα υπέροχα, φοβισμένα μάτια του μέσα από το κλουβί όταν ήταν μωρο, έτσι κοιτάει ακόμα, προσπαθώντας να συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία, και να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του.
Προσπαθεί να καταλάβει. Είναι φοβικός μεν, αλλά είναι λειτουργικός. Φοβάται αλλά ταυτόχρονα εμπιστεύεται. Φαίνεται δύσκολος, αλλά ουσιαστικά είναι εύκολος, γιατί ουσιαστικά είναι καλό και γλυκό σκυλί, που θέλει λίγο παραπάνω χρόνο να ανοιχτεί.
Τα τέσσερα πατούσια του είναι λες και έχεις βουτήξει σε ασπρη μπογιά για λίγο, οπότε κάτασπρα δεν πρόλαβαν να γίνουν, και έμειναν πιτσιλωτά. Το μόνο που είναι κάτασπρο είναι η γραμμή κάτω από τον λαιμό του, που ξεκινάει από το πιγούνι αχνά, οπότε τον κάνει να φαίνεται μεσήλικας σαν να έχει γκρι μούσι.
Μετά η άσπρη αυτή γραμμή διακόπτεται από μαύρο, και συνεχίζει ξανά ασπρη στο στερνό του μέχρι κάτω κάτω. Κάτω εντελώς (καταλάβατε). Κατά τα άλλα είναι κατάμαυρος και τίποτα ιδιαίτερο δεν έχει, πέρα από ότι τον αγαπάμε. Και όταν σε αγαπάνε, είσαι ιδιαίτερος, και σημαντικός, και όμορφος. Και αξίζεις το καλύτερο.